Δρ. Γεώργιος Ι. Μπέλλος
MD, PhD, MRCGP, MEPMA, MEURACT., Εκπαιδευτής Μικροβιώματος, Δ/ντης – Συντονιστής Κ.Υ Κορωπίου Αττικής
Η παχυσαρκία αποτελεί μία παγκόσμια επιδημία, επηρεάζοντας πάνω από 650 εκατ. ανθρώπους. Είναι μία πολυπαραγοντική νόσος και σχετίζεται με πληθώρα συνοδών νοσημάτων και φλεγμονώδων καταστάσεων, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, οι καρδιαγγειακές παθήσεις και άλλα μεταβολικά νοσήματα.
Ο εντερικο-εγκεφαλικός άξονας, ένας δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στο έντερο και τον εγκέφαλο, φαίνεται να παίζει καίριο ρόλο στη ρύθμιση του μεταβολισμού και της όρεξης. Τα μεταβιοτικά, ως η πλέον εξελιγμένη μορφή προϊόντων του μικροβιώματος, κερδίζουν έδαφος στη θεραπευτική προσέγγιση της παχυσαρκίας, ανοίγοντας νέους δρόμους για τη διαχείριση αυτής της νόσου.
Ο εντερικο-εγκεφαλικός άξονας, δηλαδή η αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ του εντέρου και του εγκεφάλου, συνδέει το κεντρικό νευρικό σύστημα με το εντερικό μικροβίωμα, μέσω πολλαπλών μηχανισμών και διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη ρύθμιση της μεταβολικής υγείας και της όρεξης. Σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν αυτή τη σχέση είναι η σύνθεση και η ισορροπία της εντερικής μικροχλωρίδας, η παραγωγή μεταβιοτικών και η ρύθμιση των φλεγμονωδών αποκρίσεων. Στην περίπτωση της παχυσαρκίας, αυτή η ισορροπία διαταράσσεται, προκαλώντας μια κατάσταση γνωστή ως εντερική δυσβίωση, ή δυσομοιοστασία.
Η εντερική δυσβίωση οδηγεί σε αυξημένη παραγωγή φλεγμονωδών κυτταροκινών, παχυσαρκία, καθώς και άλλες μεταβολικές νόσους. Τα μεταβιοτικά, που είναι βιοενεργά μόρια παράγωγα των προβιοτικών, η πλέον εξελιγμένη μορφή των βιοτικών, αποτελούν μια νέα θεραπευτική προσέγγιση, που υπόσχεται να αποκαταστήσει τις διαταραγμένες λειτουργίες του εντερικο-εγκεφαλικού άξονα στην περίπτωση της παχυσαρκίας. Σύμφωνα με τη Διεθνή Επιστημονική Ένωση Προβιοτικών και Πρεβιοτικών (ISAPP), μια σαφής διάκριση μεταξύ προβιοτικών και μεταβιοτικών είναι ότι τα προβιοτικά αποτελούνται από ζωντανούς μικροοργανισμούς, ενώ τα μεταβιοτικά είναι μη ζωντανά στοιχεία, αν και εξακολουθούν να είναι αποτελεσματικά. Τα μεταβιοτικά μπορεί να είναι ένζυμα, πεπτίδια, πολυσακχαρίτες, λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου, βιταμίνες, οργανικά οξέα.
Δύο βασικά οφέλη μπορεί να σχετίζονται με τα μεταβιοτικά: η διατήρηση ενός υγιούς πεπτικού συστήματος και η υποστήριξη της καθημερινής υγείας του ανοσοποιητικού συστήματος. Οι ερευνητές εξηγούν ότι σε σύγκριση με τη λήψη προβιοτικών, η χρήση μεταβιοτικών μπορεί να έχει ορισμένα πλεονεκτήματα: δεν περιέχουν επιβλαβή βακτηριακά συστατικά (κυρίως γονίδια αντίστασης στα αντιβιοτικά), θεωρούνται πολύ ασφαλή, δεν απαιτούν την ανάγκη ανάπτυξης, ή αποικισμού βακτηρίων στον ξενιστή (το άτομο που λαμβάνει το προϊόν), μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε χαμηλότερες συγκεντρώσεις και να περιέχουν υψηλότερες πο σότητες δραστικών συστατικών και με αυτόν το τρόπο βοηθούν τα υγιή βακτήρια να «ανθίσουν». Αν χρησιμοποιήσουμε την αναλογία του εργοστασίου, είναι το τελικό αποτέλεσμα (το «δώρο») που βγαίνει από το εργοστάσιο. Κάθε μεταβιοτικό είναι μοναδικό.
Εντερικο-εγκεφαλικός άξονας – Ρύθμιση της όρεξης – Σχέση με την παχυσαρκία
Ο εντερικο-εγκεφαλικός άξονας περιλαμβάνει την αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ του κεντρικού νευρικού συστήματος και του εντερικού μικροβιώματος. Αυτή η επικοινωνία πραγματοποιείται μέσω ορμονών, ανοσολογικών αποκρίσεων και του πνευμονογαστρικού νεύρου. Σημαντικά μόρια που παράγονται από το μικροβίωμα, όπως τα λιπαρά οξέα βραχείας αλυσίδας (SCFAs), συμβάλλουν στη ρύθμιση της ενεργειακής ομοιόστασης και της όρεξης.
Στην παχυσαρκία, οι μεταβολές στη σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος έχουν συνδεθεί με αύξηση της όρεξης και μειωμένη αίσθηση κορεσμού. Η εντερική δυσβίωση, που συνδέεται με την παχυσαρκία, προκαλεί διαταραχές στη ρύθμιση των σηματοδοτικών μορίων, οδηγώντας σε υπερκατανάλωση τροφής και συσσώρευση λίπους.
Δυσβίωση και φλεγμονή
Η εντερική δυσβίωση, που παρατηρείται σε άτομα με παχυσαρκία, συμβάλλει στην αυξημένη παραγωγή ενδοτοξινών, όπως οι λιποπολυσακχαρίτες (LPS), οι οποίες διεισδύουν στην κυκλοφορία του αίματος και προάγουν τη φλεγμονή. Η χρόνια φλεγμονή συμβάλλει στην ανάπτυξη ινσουλινοαντίστασης, οδηγώντας σε μεταβολικές διαταραχές όπως ο διαβήτης τύπου 2. Επομένως, η αποκατάσταση της μικροβιακής ισορροπίας ή ομοιοστασίας είναι ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση της μεταβολικής υγείας.
Μεταβιοτικά και θεραπευτική προσέγγιση
Τα μεταβιοτικά είναι προϊόντα του μεταβολισμού των προβιοτικών και περιλαμβάνουν λιπαρά οξέα βραχείας αλυσίδας (όπως το βουτυρικό οξύ), πεπτίδια, και πολυσακχαρίτες. Αυτά τα μόρια έχουν αποδειχθεί ότι βελτιώνουν την υγεία του εντέρου, ενισχύουν την εντερική ακεραιότητα και μειώνουν τη φλεγμονή.
Ειδικότερα, το βουτυρικό οξύ έχει αντιφλεγμονώδη δράση και προάγει την παραγωγή γλοιώδους επίστρωσης, που προστατεύει το εντερικό επιθήλιο από παθογόνους μικροοργανισμούς. Η χορήγηση μεταβιοτικών έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει την εντερική διαπερατότητα, μειώνοντας την είσοδο ενδοτοξινών στην κυκλοφορία του αίματος.
Κλινικές μελέτες και αποτελεσματικότητα
Κλινικές μελέτες σε ανθρώπους και ζώα έχουν δείξει ότι η χορήγηση μεταβιοτικών μπορεί να μειώσει τη φλεγμονή, να βελτιώσει τη μεταβολική υγεία και να συμβάλει στην απώλεια βάρους. Παρά το γεγονός ότι η έρευνα στον τομέα αυτό βρίσκεται σε αρχικό στάδιο, τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά και υποδεικνύουν ότι η συμπληρωματική χρήση μεταβιοτικών μπορεί να αποτελεί μια πολλά υποσχόμενη επικουρική θεραπευτική προσέγγιση για την παχυσαρκία.
Συμπεράσματα
Η κατανόηση του ρόλου του εντερικο-εγκεφαλικού άξονα στην παχυσαρκία έχει ανοίξει νέους ορίζοντες στη θεραπευτική προσέγγιση της νόσου. Τα μεταβιοτικά εμφανίζονται ως ένα νέο αποτελεσματικό εργαλείο στη διαχείριση της δυσβίωσης και της φλεγμονής: βελτιώνοντας την υγεία του εντέρου και την μεταβολική ισορροπία. Καθώς η έρευνα προχωρά, τα μεταβιοτικά αναμένεται να παίξουν ακόμα πιο σημαντικό ρόλο στη διαχείριση της παχυσαρκίας και των σχετικών μεταβολικών διαταραχών.