Givmed: Πρακτικές διαχείρισης, απόρριψης και δωρεάς φαρμάκου στην Ελλάδα

0

Περίπου 1.000 ευρώ διαθέτουν από το εισόδημά τους κάθε χρόνο οι Έλληνες κατά μέσο όρο για την κάλυψη υγειονομικών αναγκών, με 1 στους 5 να έχει ιδιωτική ασφάλιση Υγείας.

Πόσα φάρμακα καταναλώνουν οι Έλληνες τον χρόνο; Πόσα από αυτά τους περισσεύουν και πώς ακριβώς τα διαχειρίζονται ή τα πετούν; Η δημοσκόπηση που δημοσιεύει η διαΝΕΟσις δίνει μια ενδιαφέρουσα οπτική γύρω από το θέμα. To 2017 μελέτη του οργανισμού GIVMED υπολόγισε ότι κάθε χρόνο στην Ελλάδα πετιούνται 34 εκατ. κουτιά με φάρμακα, ενώ μια άλλη μελέτη, του ΙΦΕΤ, υπολόγισε ότι αυτά έχουν αξία περίπου ενός δισεκατομμυρίου ευρώ. Γιατί είναι όμως σημαντικό να αξιοποιούμε ή να καταστρέφουμε με σωστό τρόπο τα φάρμακα που δεν χρειαζόμαστε πια; Αφενός υπάρχει ο προφανής κίνδυνος να αποκτήσουν σε αυτά πρόσβαση άνθρωποι που δεν πρέπει, όπως τα παιδιά ή οι ηλικιωμένοι. Την ίδια στιγμή, πολλά αχρησιμοποίητα φάρμακα που για πολλούς λόγους μένουν στα ντουλάπια μέχρι να λήξουν και μοιραία να πεταχτούν θα μπορούσαν να χορηγηθούν σε άλλους ανθρώπους για τη θεραπεία τους, οι οποίοι δεν έχουν πρόσβαση σε αυτά, επειδή, για παράδειγμα, δεν μπορούν να καλύψουν το κόστος. Όμως πέρα από αυτό η απόρριψη κάποιων φαρμάκων, είτε στα σκουπίδια, και έπειτα στις χωματερές, είτε στο δίκτυο της αποχέτευσης μπορεί να είναι επιπλέον βλαπτική για το περιβάλλον. Η διαΝΕΟσις δημοσιεύει παρακάτω τα αποτελέσματα της πανελλαδικής έρευνας κοινής γνώμης της GIVMED, ενός οργανισμού, ο οποίος ασχολείται με την ισότιμη πρόσβαση στο φάρμακο και τη δωρεά φαρμάκου στην Ελλάδα πραγματοποιώντας δράσεις ευαισθητοποίησης αλλά και προσφοράς. Από τα αποτελέσματα της έρευνας αφενός προκύπτει ότι το κόστος είναι σημαντικός παράγοντας για την πρόσβαση στην υγεία και, επομένως, στα φάρμακα: οι ερωτώμενοι υπολόγισαν το μέσο κόστος για τις ανάγκες της υγείας τους τον τελευταίο χρόνο στα 955 ευρώ. Ακόμα, 22% δήλωσαν ότι τον τελευταίο χρόνο υπήρξαν φορές που δεν έκαναν χρήση υπηρεσιών υγείας που χρειάζονταν λόγω του κόστους – για την πλειοψηφία αυτό συνεπάγεται επίσης τη λήψη φαρμάκων. Από την άλλη πλευρά, 1 στους 2 δηλώνουν ότι τους περίσσεψαν φάρμακα τον τελευταίο χρόνο. Από όσα φάρμακα έχουν σπίτι τους, οι πολίτες δήλωσαν ότι, κατά μέσο όρο, περίπου 3 κουτιά είναι ληγμένα και περισσότεροι από τους μισούς δηλώνουν ότι αυτά τα πετούν στα σκουπίδια. Περίπου 1 στους 4 δηλώνουν ότι έχουν δωρίσει μη ληγμένα φάρμακα τον τελευταίο χρόνο: κατά μέσο όρο, 5,6 κουτιά. Από εκείνους, όμως, που δηλώνουν ότι δεν δώρισαν φάρμακα 1 στους 5 δηλώνουν ότι δεν γνώριζαν πού να τα δωρίσουν. Η έρευνα αυτή πραγματοποιήθηκε με την επιστημονική επιμέλεια του Ινστιτούτου Πολιτικής Υγείας σε συνεργασία με τη διαΝΕΟσις, ενώ την συλλογή των δεδομένων πραγματοποίησε η εταιρεία ProRata στο διάστημα 6-13 Δεκεμβρίου του 2023, σε δείγμα 1.000 ατόμων, αντιπροσωπευτικό του γενικού πληθυσμού. Ταυτόχρονα δημοσιεύεται και η έκθεση του Καθηγητή Πολιτικής Υγείας, Κοσμήτορα της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Κυριάκου Σουλιώτη όπου παρουσιάζονται, αναλύονται και σχολιάζονται τα αποτελέσματα. Παρακάτω, θα βρείτε πιο αναλυτικά κάποια βασικά ευρήματα της έρευνας, τα οποία μπορεί επιπλέον να είναι χρήσιμα και για τη χάραξη πολιτικής γύρω από το θέμα.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ, ΚΟΣΤΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

Πολλές ερωτήσεις της έρευνας επικεντρώνουν στο γενικότερο προφίλ του πληθυσμού, αναφορικά με την υγεία και τη χρήση των υπηρεσιών υγείας. Για παράδειγμα, 1 στους 4 δηλώνει ότι είναι φροντιστής ή κηδεμόνας κάποιου ατόμου. Αντίστοιχα, 4 στους 10 δηλώνουν ότι έχουν διαγνωστεί με χρόνιο πρόβλημα υγείας. Το ποσοστό αυτό είναι μάλιστα αυξημένο κατά περίπου 9 μονάδες στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες και, χωρίς αυτό να προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη, αυξάνεται με την ηλικία. Επιπλέον, τα άτομα με χαμηλότερο εισόδημα είναι επίσης πιο πιθανό να έχουν χρόνιο πρόβλημα υγείας. Αρκετές ερωτήσεις επικεντρώνουν στο κόστος των υπηρεσιών υγείας. Οι ερωτώμενοι δηλώνουν ότι τον τελευταίο χρόνο ξόδεψαν κατά μέσο όρο 955 ευρώ για τις ανάγκες της υγείας τους. 14% του πληθυσμού, δηλαδή περίπου 1 στους 7, δηλώνουν ότι ξόδεψαν περισσότερο από 1.000 ευρώ. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι αρκετά μεγάλο μέρος του δείγματος, περίπου 1 στους 4 (23,3%) δεν γνωρίζει ή δεν απάντησε το ποσό που ξόδεψε. Αναλύοντας σε μεγαλύτερο βάθος τα αποτελέσματα φαίνεται ότι, τουλάχιστον στη συγκεκριμένη έρευνα, το εισόδημα δεν εμφανίζεται να επηρεάζει σημαντικά το ύψος των δαπανών υγείας. Σύμφωνα με τον Κ. Σουλιώτη, “το εύρημα αυτό επιβεβαιώνει την ανελαστικότητα των δαπανών υγείας σε σχέση με το εισόδημα και αναδεικνύει το πρόβλημα της ανάγκης καταβολής άμεσων πληρωμών για φροντίδες υγείας από άτομα χαμηλού εισοδήματος”. 1 στους 5 ερωτώμενους δηλώνει ότι διαθέτει ιδιωτική ασφάλιση υγείας. Το κόστος των υπηρεσιών υγείας φαίνεται ότι αποτελεί σημαντικό ζήτημα για ένα αξιοσημείωτο μέρος του πληθυσμού. 9 στους 10 (88%) δηλώνουν στην έρευνα ότι έκαναν χρήση υπηρεσιών υγείας τον τελευταίο χρόνο. 22% όμως δήλωσαν ότι τον τελευταίο χρόνο υπήρξαν φορές που δεν έκαναν χρήση υπηρεσιών υγείας που χρειάζονταν λόγω του κόστους. Όπως προκύπτει από την ανάλυση του Κυριάκου Σουλιώτη, εκείνοι που έχουν διαγνωστεί με χρόνιο πρόβλημα υγείας είναι κατά 48% πιο πιθανό να μην μπορούν να κάνουν χρήση των υπηρεσιών υγείας λόγω κόστους. Αντίστοιχα και οι γυναίκες έχουν 43% μεγαλύτερη πιθανότητα από τους άνδρες να δηλώσουν το ίδιο. Στις ερωτήσεις που σχετίζονται με τον προληπτικό έλεγχο υγείας, περίπου 1 στους 2 (45,2%) δηλώνουν ότι επισκέπτονται συχνά ή πολύ συχνά γιατρό ή υπηρεσία υγείας για προληπτικό έλεγχο. Όμως κι εδώ φαίνεται ότι το κόστος παίζει κάποιο ρόλο. Εκείνοι με χαμηλότερο μηνιαίο εισόδημα ήταν λιγότερο πιθανό να κάνουν πιο συχνό προληπτικό έλεγχο. Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες είχαν την τάση να δηλώνουν ότι κάνουν συχνότερο προληπτικό έλεγχο υγείας.

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

Όπως είναι αναμενόμενο, η χρήση υπηρεσιών υγείας πηγαίνει μαζί με την συνταγογράφηση και την κατανάλωση φαρμάκων. Από την μεγάλη πλειοψηφία που δηλώνει ότι έκανε χρήση των υπηρεσιών υγείας τον τελευταίο χρόνο, το 77,5% (δηλαδή το 68,2% του συνόλου των ερωτώμενων) κατανάλωσε φάρμακα. Σχεδόν στο σύνολο τους (94,4%, που αντιστοιχεί στο 64,4% ολόκληρου του δείγματος) κατανάλωσαν συνταγογραφούμενα φάρμακα, ενώ 1 στους 2 (47,8% – 32,6% του συνόλου) κατανάλωσε (και) μη συνταγογραφούμενα φάρμακα. Η πολύ μεγάλη πλειοψηφία (93,3%) όσων κατανάλωσαν φάρμακα απευθύνθηκαν σε ιδιωτικά φαρμακεία ενώ η αμέσως επόμενη επιλογή ήταν τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ με 8,9%. Αλλά βρήκαν εκεί το φάρμακο που έψαχναν; 15,6%, δηλαδή περισσότεροι από 1 στους 6, δηλώνουν ότι αντιμετώπισαν εμπόδια στην προμήθεια φαρμάκων, με μια πολύ μεγάλη πλειοψηφία (88,3%) από αυτούς να δηλώνει ότι οι δυσκολίες αφορούσαν στην εύρεση του προϊόντος που ήταν απαραίτητο για τη θεραπεία τους. Τα παραπάνω στοιχεία φανερώνουν ότι ένα αξιοσημείωτο μέρος του πληθυσμού αντιμετωπίζει εμπόδια στην πρόσβαση στο φάρμακο, είτε αυτά αφορούν το κόστος είτε τη δύσκολη πρόσβαση σε αυτό.

ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

Τι συμβαίνει όμως με τα φάρμακα που ήδη υπάρχουν στο κάθε νοικοκυριό στη χώρα; Πώς τα διαχειρίζονται οι πολίτες; Το ερωτηματολόγιο της έρευνας αφιερώνει αρκετές ερωτήσεις στις συμπεριφορές που σχετίζονται με το πώς καταναλώνουμε, αποθηκεύουμε, δωρίζουμε ή απορρίπτουμε εμείς οι ίδιοι τα φάρμακα που δεν μας χρειάζονται πια. Περίπου 1 στους 2 (45,7%) δηλώνουν, άλλωστε, ότι τον τελευταίο χρόνο τους περίσσεψαν φάρμακα. Όταν οι ίδιοι συμμετέχοντες καλούνται να απαντήσουν γιατί συνέβη αυτό, οι περισσότεροι από αυτούς δηλώνουν ότι ο λόγος είναι ότι ολοκληρώθηκε η θεραπεία τους. Ένα 15,1% από αυτούς (που αντιστοιχεί στο 6,9% του συνόλου του πληθυσμού) θεωρούν ότι ο γιατρός τους συνταγογράφησε περισσότερα φάρμακα από όσα χρειάζονταν, ενώ περίπου άλλοι τόσοι (14% και 6,4% αντίστοιχα) δηλώνουν ότι αγόρασαν περισσότερα φάρμακα από όσα χρειάζονταν. Όπως ίσως είναι αναμενόμενο η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτώμενων (86,1%) δηλώνει ότι γνωρίζει πολύ καλά ή αρκετά καλά τα φάρμακα που υπάρχουν στο σπίτι τους. Ωστόσο, σε ένα άλλο σημείο αναδεικνύεται μια αντίφαση: παρότι τόσοι πολλοί δηλώνουν ότι γνωρίζουν ποια φάρμακα υπάρχουν στο σπίτι, μόνο 3 στους 10 δηλώνουν ότι ελέγχουν συχνά, τουλάχιστον μια φορά τον μήνα, τα φάρμακα αυτά.

ΛΗΓΜΕΝΑ ΦΑΡΜΑΚΑ

H έρευνα, εξ αντικειμένου, αφιερώνει αρκετό χώρο σε ερωτήσεις για τη διαχείριση των ληγμένων φαρμάκων που βρίσκουν οι ερωτώμενοι στο σπίτι τους. 1 στους 2 (51,8%) δηλώνουν ότι βρήκαν, λιγότερα ή περισσότερα, ληγμένα φάρμακα στο σπίτι τους την τελευταία φορά που έλεγξαν. Καλούνται επιπλέον να θυμηθούν και την ποσότητα που βρήκαν: εδώ απαντούν ότι, κατά μέσον όρο, βρήκαν 2,9 κουτιά με ληγμένα φάρμακα. 1 στους 5 από όσους βρήκαν ληγμένα φάρμακα, μάλιστα, δηλώνουν ότι βρήκαν περισσότερα από 4 κουτιά. Αντίθετα, το 58% είχαν 1 ή 2 κουτιά ληγμένα. Τι κάνουν όμως με τα ληγμένα φάρμακα αφότου τα βρουν στο σπίτι τους; Περισσότεροι από τους μισούς (55,1%) δηλώνουν ότι πετούν τα ληγμένα φάρμακά τους στα σκουπίδια. Αρκετά λιγότεροι ερωτώμενοι (37,8%) δηλώνουν ότι τα επιστρέφουν στα φαρμακεία.ΜΗ ΛΗΓΜΕΝΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΙ ΑΛΛΑ ΥΛΙΚΑ

Η μεγάλη πλειοψηφία του δείγματος, 7 στους 10 (71,3%), δηλώνουν ότι δεν δώρισαν μη ληγμένα φάρμακα τον τελευταίο χρόνο. Από αυτούς, όπως είναι επόμενο, οι περισσότεροι (64,1%) δηλώνουν ότι δεν δώρισαν φάρμακα επειδή δεν τους περίσσεψαν. Όμως η αμέσως πιο δημοφιλής απάντηση στην ίδια ερώτηση είναι ότι δεν δώρισαν φάρμακα επειδή δεν γνώριζαν πού να τα δωρίσουν –σχεδόν 1 στους 5 (19,7%) απαντούν με αυτό τον τρόπο.Από την άλλη πλευρά, περίπου 1 στους 4 (27,9%) και ακόμη περισσότερες γυναίκες (32,9% των γυναικών του δείγματος έναντι 22,5% των ανδρών) δηλώνουν ότι έχουν δωρίσει μη ληγμένα φάρμακα τον τελευταίο χρόνο. Δηλώνουν, μάλιστα, ότι δώρισαν κατά μέσο όρο, 5,6 κουτιά. Η μεγάλη πλειοψηφία από αυτούς που δηλώνουν ότι δώρισαν φάρμακα τον τελευταίο χρόνο, το 87%, απαντούν ότι το έκαναν επειδή αυτά έληγαν άμεσα και δεν τα χρειάζονταν. Πού ακριβώς όμως τα δώρισαν; 45,4% δηλώνουν ότι τα έδωσαν σε ιδιωτικό φαρμακείο. 28,2% τα έδωσαν σε κοινωνικό φαρμακείο –ένας θεσμός που μάλιστα συγκεντρώνει θετικές γνώμες από το 91,7% των ερωτώμενων. 18,9% απάντησαν ότι τα δώρισαν σε άλλη δομή (πχ. σε ΜΚΟ ή στα ΚΑΠΗ) και 4,7% σε ειδική εκδήλωση που διοργανώθηκε γι’ αυτό τον σκοπό. Πώς όμως πήραν την κάθε απόφαση; Σχεδόν 1 στους 3 (32,7%) αποφάσισαν πού θα δωρίσουν τα μη ληγμένα φάρμακα που δεν χρειάζονταν πια με βάση την απόσταση από εκεί που βρίσκονταν ή κατοικούν – ίσως γι’ αυτό και τόσοι πολλοί αποφάσισαν να τα αφήσουν σε ιδιωτικό φαρμακείο. Παρ’ όλ’ αυτά μόνο 4 στους 10 (39,5%), από ολόκληρο το δείγμα, δηλώνουν ότι γνωρίζουν τους πράσινους κάδους στα φαρμακεία, οι οποίοι υπάρχουν γι’ αυτό τον σκοπό. Οι περισσότεροι δε από αυτούς που τους γνωρίζουν πιστεύουν ότι εκεί μπορεί κάποιος να απορρίψει τα ληγμένα φάρμακα. Η έρευνα, πέρα από τα φάρμακα, περιέχει επιπλέον ερωτήσεις για ιατρικά υλικά τα, τα οποία μπορούν εύκολα να χρησιμοποιηθούν ξανα. Εκεί, μάλιστα, το κοινό εμφανίζεται αρκετά πιο ευαισθητοποιημένο: 9 στους 10 δηλώνουν ότι έχουν δωρίσει ορθοπεδικά είδη τον τελευταίο χρόνο, ενώ αντίστοιχο είναι και το ποσοστό εκείνων που έχουν δωρίσει υγειονομικό υλικό (πχ. γάζες ή σύριγγες). Η έρευνα αυτή, την οποία δημοσιεύει η διαΝΕΟσις, αποτελεί ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο, καθώς αποτυπώνει πολλές πτυχές της χρήσης υπηρεσιών υγείας από τον πληθυσμό και ειδικότερα της κατανάλωσης φαρμάκων. Τα ευρήματά της, όπως παρουσιάστηκαν παραπάνω, μπορούν να είναι χρήσιμα τόσο για το κράτος όσο και για τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Η έρευνα αναδεικνύει με αναλυτικό τρόπο τις προτιμήσεις και τις συνήθειες του πληθυσμού στη χρήση των υπηρεσιών υγείας και στην κατανάλωση φαρμάκων. Επομένως, μπορεί να συμβάλλει στον σχεδιασμό καλύτερων μέτρων πολιτικής και δράσεων για ένα σημαντικό ζήτημα.

Share.

About Author

JP Communications

Comments are closed.